Κερκυραίοις

Κερκυραίοις
Κερκυραί̱οις , Κέρκυρα
BMus.Cat.Coins Thessaly
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιμαχία — ἐπιμαχία, ἡ (Α) [επίμαχος] 1. αμυντική συνθήκη μεταξύ δύο κρατών για αμοιβαία βοήθεια σε περίπτωση που το ένα από τα δύο ή σύμμαχός του δεχθεί εχθρική επίθεση («...Κερκυραίοις μὲν ξυμμαχίαν μὴ ποιήσασθαι ὥστε τοὺς αὐτοὺς ἐχθροὺς καὶ φίλους… …   Dictionary of Greek

  • μεταγινώσκω — (ΑM μεταγιγνώσκω και μεταγινώσκω) αλλάζω γνώμη, μετανοώ, μεταμελούμαι («μεταγνοὺς ἄν ὀρθῶς βουλεύσαιτο», Αντιφ.) αρχ. 1. γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι πολύ αργά («Ἄτας δ ἀπάταν μεταγνούς», Αισχύλ.) 2. μεταβάλλω, τροποποιώ προηγούμενη απόφαση («μὴ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”